χωρικά ύδατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
χωρικά ύδατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η αιγιαλίτιδα ζώνη. Η καθορισμένου πλάτους ζώνη περιμετρικά των ακτών μέσα στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία ενός κράτους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρικά ύδατα