χύσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χύσιμο | τα | χυσίματα |
γενική | του | χυσίματος | των | χυσιμάτων |
αιτιατική | το | χύσιμο | τα | χυσίματα |
κλητική | χύσιμο | χυσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χύσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του χύνω
- η εκσπερμάτιση, ο οργασμός