ψάμμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψάμμη

  • θηλυκό ουσιαστικό για τη λέξη ψάμμος