ψάρεψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ψάρεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ψαρεύω