ψέκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψέκα | οι | ψέκες |
γενική | της | ψέκας | των | ψεκών |
αιτιατική | την | ψέκα | τις | ψέκες |
κλητική | ψέκα | ψέκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψέκα < ψεκασμένος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψέκα θηλυκό
- (νεολογισμός) η πίστη σε ανύπαρκτες συνωμοσίες ή ακραίες απόψεις
Πηγές
[επεξεργασία]- Νίκος Σαραντάκος, Σχολεία, μάσκα και ψέκα, 11 Σεπτεμβρίου 2020, [3]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψέκα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ψέκα αρσενικό
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)