ψήλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψήλος < το ψῆλος < ψηλός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpsi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψή‐λος
- ομόηχο: ψύλλος
- τονικά παρώνυμα: ψηλός, ψιλός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψήλος ουδέτερο άκλιτο
- (λαϊκότροπο) το ύψος, το μπόι (κατά το πλατύς, πλάτος, φαρδύς, φάρδος)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψήλος
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)