ψήστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψήστης οι ψήστες
      γενική του ψήστη των ψηστών
    αιτιατική τον ψήστη τους ψήστες
     κλητική ψήστη ψήστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψήστης < ψήνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψήστης αρσενικό

  1. αυτός που ψήνει, που είναι υπεύθυνος για το ψήσιμο σε ψησταριά ή σε σούβλα
    • επαγγελματίας με εμπειρία στο ψήσιμο σε ψησταριά
    • το άτομο της παρέας που ψήνει ή που γυρνάει τη σούβλα σε ένα οικογενειακό ή φιλικό τσιμπούσι, μάζωξη κλπ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]