ψήχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψήχω < αρχαία ελληνική ψήχω
Ρήμα
[επεξεργασία]ψήχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψήχω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψήχω < ψήω
Ρήμα
[επεξεργασία]ψήχω