ψίλωθρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψίλωθρον < ψιλός + ὄθριξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψίλωθρον ουδέτερο

  • αποτριχωτική ουσία που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα αλλά και αργότερα οι γυναίκες και κατά περίπτωση οι άνδρες και που την παρασκεύαζαν από διάφορα φυτά, ίσως ένα απο αυτά να ήταν η λευκή άμπελος