ψίχουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpsi.xu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψί‐χου‐λα
- τονικό παρώνυμο: ψυχούλα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ψίχουλα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψίχουλο