ψαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψαίρω < ομόρριζο των σχεδόν συνώνυμων και παράλληλων ρημάτων ψαύω, ψάω, ψώω, πιθανόν και ηχομιμητικό

ψαίρω

  1. (μεταβατικό) τρίβω σιγανά, κονιορτοποιώ
  2. (μεταβατικό) αγγίζω, ψηλαφώ
  3. (αμετάβατο) (για φύλλα) θροϊζω, κινούμαι απαλά
  4. (αμετάβατο) (για σφυγμό) πάλλομαι
  5. (αμετάβατο) (για άστρο) λαμπυρίζω

Σύνθετα

[επεξεργασία]