ψαθάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ψαθάκι
παιδί με ψαθάκι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαθάκι τα ψαθάκια
      γενική
    αιτιατική το ψαθάκι τα ψαθάκια
     κλητική ψαθάκι ψαθάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψαθάκι < υποκοριστικό της λέξης ψάθα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψαθάκι ουδέτερο (πληθ. τα ψαθάκια, η γενική αδόκιμη)

  1. το ανδρικό καπέλο από ψάθα
  2. η μικρή ψάθα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]