ψαλαφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαλαφώ < αρχαία ελληνική ψηλαφῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψαλαφώ
- ζητώ κάτι
Παροιμίες[επεξεργασία]
- καλανταρί αγγούρεα ψαλαφά: πρωτοχρονιάτικα αγγούρια αναζητά (γι'αυτόν που ζητά κάτι παράκαιρα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
κοινή νεοελληνική