ψαχουλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψαχουλεύω < συμφυρμός των ψάχω + χαλεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ψαχουλεύω, αόρ.: ψαχούλεψα, παθ.φωνή: ψαχουλεύομαι, π.αόρ.: ψαχουλεύτηκα

  1. ψάχνω να βρω κάτι ανασκαλεύοντας κι ανακατεύοντας άλλα πράγματα
  2. ψάχνω κάτι (στα τυφλά) ψηλαφώντας με τα δάχτυλά μου
     συνώνυμα: ψηλαφώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]