ψειρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψειρού | οι | ψειρούδες |
γενική | της | ψειρούς | των | ψειρούδων |
αιτιατική | την | ψειρού | τις | ψειρούδες |
κλητική | ψειρού | ψειρούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψειρού θηλυκό
- θηλυκό του ψειρής
- (μεταφορικά) η φυλακή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυλακή
|