ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προστακτικές του ψεκάζω, σκουπίζω και αόριστος του τελειώνω. Από τηλεοπτική διαφήμιση ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε