ψηφοδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψηφοδόχος θηλυκό
- κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηφοδόχος