ψηφοφορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψηφοφορώ < (ελληνιστική κοινήψηφοφορέω / ψηφηφορῶ

ψηφοφορώ

  1. εκλέγω ψηφίζοντας
     συνώνυμα: ψηφίζω
  2. έχω το δικαίωμα να ψηφίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]