ψιλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψιλά, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιλό, ουδέτερο του ψιλός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psiˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λά
- ομόηχο: ψηλά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρηματικό ποσό μικρής αξίας
- (νόμισμα) κέρματα (από μη πολύτιμο κράμα ή μέταλλο και μικρής αξίας· μη συλλεκτικά, μη ονομαστικώς υψηλά κτλ.)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα ψιλά των εφημερίδων: ειδήσεις δευτερεύουσας σημασίας που τυπώνονται με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλά (χρήματα)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψιλά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψιλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιλό, ουδέτερο του ψιλός