ψιλοκόβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.loˈko.vo/
Ρήμα[επεξεργασία]
ψιλοκόβω
- κόβω σε λεπτά κομμάτια
- θα ψιλοκόψεις το κρεμμύδι για τη σαλάτα;