ψυχάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυχάκι | τα | ψυχάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψυχάκι | τα | ψυχάκια |
κλητική | ψυχάκι | ψυχάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχάκι < ψυχή + υποκοριστικό επίθημα -άκι (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική psycho)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ψυχή
- (προσφώνηση) (οικείο) οικεία προσφώνηση
- Καληνύχτα, ψυχάκι, μη φοβάσαι, / κοντά σου θα ’μαι, όταν κοιμάσαι. (Μαρία Πολυδούρη, Καληνύχτα, ψυχάκι)
- (μειωτικό) ψυχάκιας
- (προσφώνηση) (οικείο) οικεία προσφώνηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψυχή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)