ψυχοακουστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχοακουστική | ||
γενική | της | ψυχοακουστικής | ||
αιτιατική | την | ψυχοακουστική | ||
κλητική | ψυχοακουστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοακουστική θηλυκό στον ενικό
- (ακουστική, ψυχολογία) κλάδος της ακουστικής και της ψυχοφυσικής που μελετάει τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο ακούμε τους ήχους (της ομιλίας και της μουσικής)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοακουστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψυχοακουστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψυχοακουστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ακουστική (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)