ψυχοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοκρατία < ψυχή + -ο- + -κρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Animismus < λατινικά anima: ψυχή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχοκρατία θηλυκό
- (λαογραφία) δοξασία που υποστηρίζει πως ακόμα και τα άψυχα αντικείμενα ή φυσικά φαινόμενα ενέχουν μια υπερφυσική δύναμη, έχουν κατά κάποιο τρόπο ψυχή
- (φιλοσοφία) θεωρία που υποστηρίζει πως η ψυχή είναι η πηγή και η αρχή κάθε ζωντανού όντος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)