ψυχολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψυχολογώ
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ψυχολογημένος -η -ο
- για ανθρώπινο χαρακτήρα ή λογοτεχνικό, κινηματογραφικό κ.λπ. ήρωα του οποίου έχει μελετηθεί ικανοποιητικά η ψυχολογία
- για ενέργεια που γίνεται αφού έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις της στην ψυχολογία όσων επηρεάζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχολογημένος
|