ψυχοπομπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχοπομπός οι ψυχοπομποί
      γενική του ψυχοπομπού των ψυχοπομπών
    αιτιατική τον ψυχοπομπό τους ψυχοπομπούς
     κλητική ψυχοπομπέ ψυχοπομποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχοπομπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχοπομπός. Συγχρονικά αναλύεται σε ψυχο- < ψυχή + πομπός < πέμπω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.xo.pomˈbos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο‐πο‐μπός
παλιότερος συλλαβισμός: ψυ‐χο‐πομ‐πός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχοπομπός αρσενικό

  • επίθετο που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα κυρίως για τον Ερμή, ειδικά για το ρόλο του στη συνοδεία των νεκρών στον Άδη. Επίσης επίθετο του Χάρωνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψυχοπομπός οἱ ψυχοπομποί
      γενική τοῦ ψυχοπομποῦ τῶν ψυχοπομπῶν
      δοτική τῷ ψυχοπομπ τοῖς ψυχοπομποῖς
    αιτιατική τὸν ψυχοπομπόν τοὺς ψυχοπομπούς
     κλητική ! ψυχοπομπέ ψυχοπομποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυχοπομπώ
γεν-δοτ τοῖν  ψυχοπομποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχοπομπός < ψυχο- + πομπός (συνοδός, οδηγός)
Λέκυθος (450 π.Χ.) με τον Ερμή ως Ψυχοπομπό να ετοιμάζεται να οδηγήσει μια ψυχή στον Κάτω Κόσμο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχοπομπός θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]