ψυχοτονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοτονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychotonique
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχοτονικός, -ή, -ό
- που διεγείρει την εγκεφαλική δραστηριότητα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοτονικός