ψωμοζήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψωμοζήτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψωμοζήτης < ψωμοζητώ < ψωμί + ζητώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψωμοζήτης αρσενικό
- ο ζητιάνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψωμοζήτης
→ δείτε τη λέξη ζητιάνος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)