ψύκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψύκτης | οι | ψύκτες |
γενική | του | ψύκτη | των | ψυκτών |
αιτιατική | τον | ψύκτη | τους | ψύκτες |
κλητική | ψύκτη | ψύκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψύκτης < ψύχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψύκτης αρσενικό
- ο ψυκτήρας, η συσκευή που ψύχει (νερό, κρασί, μπύρα κ.α.)