ωοειδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ωοειδές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ωοειδής
- → δείτε (αρχαία ελληνική) ᾠοειδές