ως κλέπτης εν νυκτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ως κλέπτης εν νυκτί < (ελληνιστική κοινή ) βιβλική ρήση ὡς κλέπτης ἐν νυκτί (δοτική ενικού του νύκτα) σε μονοτονική γραφή (προς Θεσσαλονικείς Α, επιστολή του αποστόλου Παύλου 5,2: αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται.
Έκφραση
[επεξεργασία]ως κλέπτης εν νυκτί (λόγιο)
- σαν τον κλέφτη μέσα στη νύκτα (για τον κρυφό και αιφνίδιο ερχομό κάποιου)
- σαν τον κλέφτη στο σκοτάδι (σύγχρονη χρήση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ως κλέπτης εν νυκτί
|