ωχ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωχ < (ηχομιμητική λέξη) (από τον ήχο του αναστεναγμού)
Προφορά[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ωχ
- χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πόνος (σωματικός ή ψυχικός), στενοχώρια, δυσφορία κ.λπ.
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- οχ (απλοποιημένη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- όχου
- οχού
- βιβλιογραφικά δελτία ιδιωματικών τύπων του «ωχ» - Μνημεία νεοελληνικού λόγου @xanthi.islp.gr με δείγματα από το αρχείο των 3.700.000 περίπου δελτίων του του λεξικού ιδιωμάτων της Ακαδημίας ⌘ΙΛΝΕ