όσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | όσος | όση | όσο |
γενική | όσου | όσης | όσου |
αιτιατική | όσο(ν) | όση | όσο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | όσοι | όσες | όσα |
γενική | όσων | όσων | όσων |
αιτιατική | όσους | όσες | όσα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όσος < αρχαία ελληνική ὅσος
Αντωνυμία[επεξεργασία]
όσος αρσενικό
- (αναφορική) δηλώνει όλο το πλήθος, την ποσότητα, το μέγεθος κλπ του προσδιοριζόμενου ονόματος
- όσοι τον άκουσαν ευχαριστήθηκαν (=όλοι αυτοί που τον άκουσαν)
- πήρε λιγότερα λεφτά απ'όσα είχαν συμφωνήσει (από το σύνολο αυτών που είχαν συμφωνήσει)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όσος