ώριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ώριος < ὡραῖος
Επίθετο[επεξεργασία]
ώριος
- (λογοτεχνικό) ωραίος, ο όμορφος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ώριος
→ δείτε τη λέξη ωραίος |