ώσπου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὥσπου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ώσπου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὥσπου < φράση ἕως ὅπου [1]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ώσπου

  • (χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το τέλος της χρονικής περιόδου μέσα στην οποία συντελέστηκε ή αναμένεται να ολοκληρωθεί η ενέργεια του ρήματος της κύριας
    θα έχω έρθει ώσπου να πεις κίμινο
    γκρίνιαζε χρόνια ολόκληρα, ώσπου μια μέρα ο άλλος αγανάκτησε και την παράτησε
    περίμενε πολύ, ώσπου βαρέθηκε πια και έφυγε

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]