влагалище
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
влагалище (bg)
- (γυναικολογία) κόλπος
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
влагалище (ru)
- (γυναικολογία) κόλπος