млеко
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
млеко < πρωτοσλαβική melko < πρωτογερμανική meluks
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
млеко (sr) (λατινική γραφή: mleko) ουδέτερο
- το γάλα
Σλαβομακεδονικά (mk)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
млеко < πρωτοσλαβική melko < πρωτογερμανική meluks
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
млеко (mk) ουδέτερο
- το γάλα