нада

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

нада (sr) (λατινική γραφή: nada) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • има наде - υπάρχει ελπίδα