час

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

час (bg) αρσενικό

  1. η ώρα
    колко е часът? - τί ώρα είναι;



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

час (uk) αρσενικό

  1. ο χρόνος
    • ως θεμελιώδης έννοια ροής γεγονότων
    • (γραμματική) ως ρηματικός τύπος
    • ως αόριστο διάστημα, ο καιρός



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

час (ru) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]