دستگاه
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οθωμανικά τουρκικά (ota)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]دستگاه (dastgāh)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- تزگاه (tezgâh)
Περσικά (fa)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- دستگاه < دست (dast) + گاه (-gāh)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]دستگاه (fa) (dastgāh)