ἀβέβηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀβέβηλος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει κοινή χρήση, ο απαραβίαστος, ο ιερός
ἀβέβηλος, -ος, -ον