ἀβέβηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβέβηλος < α- στερητικό και βέβηλος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀβέβηλος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει κοινή χρήση, ο απαραβίαστος, ο ιερός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. ἄβατος