ἀβουλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀβουλία < παράγωγη του ἀβουλέω,
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ἀβουλία θηλυκό
- έλλειψη βουλής, απερισκεψία
- ψυχοπαθολογική ανωμαλία