ἀγέλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀγέλη | αἱ | ἀγέλαι |
γενική | τῆς | ἀγέλης | τῶν | ἀγελῶν |
δοτική | τῇ | ἀγέλῃ | ταῖς | ἀγέλαις |
αιτιατική | τὴν | ἀγέλην | τὰς | ἀγέλᾱς |
κλητική ὦ! | ἀγέλη | ἀγέλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγέλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγέλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγέλη, ήδη ομηρικό < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eǵ- (ἄγω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: κληροδοτημένο σε νεοελληνικές διαλέκτους όπως αέλα (τσακωνικά), αέλη (Κάρπαθος), αΐλη, (καππαδοκικά) [1] & λόγιο δάνειο στην κοινή νεοελληνική: αγέλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγέλη θηλυκό
- αγέλη, κοπάδι
- συνάθροιση, ομάδα
- πλήθος
- (πληθυντικός) ἀγέλαι: ομάδες νέων στην Κρήτη ή τη Σπάρτη, που ζούσαν και ανατρέφονταν μαζί απ' τα επτά τους χρόνια ως την ενηλικίωσή τους
- (πληθυντικός) ἀγέλαι: αστρικές σφαίρες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀγέλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγέλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)