ἀγαθύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀγαθύνω | ἀγαθύνομαι |
Παρατατικός | ἠγάθυνον | ἠγαθυνόμην |
Μέλλοντας | ἀγαθυνῶ | ----(*)---- |
Αόριστος | ἠγάθυνα | ----(*)---- |
Παρακείμενος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Υπερσυντέλικος | ----(*)---- | ----(*)---- |
Συντελ.Μέλλ. |
ἀγαθύνω
- σύνταξη με αιτιατική, ἀγαθύνω τινά = ευεργετώ, εξυψώνω κάποιον
- σύνταξη με δοτική, ἀγαθύνω τινί = είμαι ευεργετικός σε κάποιον
- (αμετάβατο) γίνομαι καλός
- ἀγαθύνομαι (μέση φωνή) = ενεργό για το καλό
- ἀγαθύνομαι (παθητική φωνή) = είμαι εύθυμος