ἀγνωμονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀγνωμονέω - ἀγνωμονῶ (συνηρημένο)
- είμαι αγνώμων, δείχνω αχαριστία
- το μεταγενέστερο παθητικό ἀγνωμονοῦμαι : προσβάλλομαι άδικα, αδικούμαι
- ἀγνωμονηθείς υπό πατρός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ἀγνωμόνως ἔχω
- ἀγνώμων εἰμί
- ἀχαριστῶ
- ἀδικῶ