ἀγωνοθετέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγωνοθετέω < ἀγωνοθέτης

ἀγωνοθετέω - ἀγωνοθετῶ (συνηρημένο)


Συγγενικά

[επεξεργασία]