ἀδικαιολογήτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀδικαιολογήτως (μαρτυρείται από το 1890) [1] < ελληνιστική κοινή ἀδικαιολόγητ(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]ἀδικαιολογήτως
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 14, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου