ἀεροβόλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀεροβόλον | τὰ | ἀεροβόλα | ||||
γενική | τοῦ | ἀεροβόλου | τῶν | ἀεροβόλων | ||||
δοτική | τῷ | ἀεροβόλῳ | τοῖς | ἀεροβόλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀεροβόλον | τὰ | ἀεροβόλα | ||||
κλητική ὦ! | ἀεροβόλον | ἀεροβόλα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀεροβόλον < → δείτε τη λέξη αεροβόλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀεροβόλον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) (εννοείται: ὅπλον, το αεροβόλο