ἀκολουθέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκολουθέω < ἀκόλουθος ( α αθροιστικό + κέλευθος)
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀκολουθέω-ἀκολουθῶ
ἀκολουθέω-ἀκολουθῶ