ἀκτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκτή < ἄγνυμι (θραύω) ή από τη ρίζα ακ- που είναι κοινή στην ακίδα, την ακμή και το άκρο
ἀκτή < θηλυκό του επιθέτου ἀκτός (τεθραυσμένος, που έχει θραυεί) (για την 3η έννοια)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀκτή θηλυκό

  1. η ακροθαλασσιά, το σημείο όπου σκάει, θραύεται το κύμα, το ακρωτήριο, η χερσόνησος, η παραλία
  2. Ἀκτή και Ἀκταία: αρχαία ονομασία της Ἀττικής
  3. το αλεσμένο σιτάρι, το αλεύρι, το ψωμί

Συγγενικά

[επεξεργασία]