ἀναμόχλευσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀναμόχλευσις < αρχαία ελληνική ἀναμoχλεύω + -σις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀναμόχλευσις θηλυκό
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- ἀναμοχλεύσεις (πληθυντικός)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀναμόχλευμα
- ἀναμόχλευτής
- ἀναμοχλεύω
- μόχλευσις & σύνθετα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀναμόχλευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)